- Προμηθείᾳ
- Προμηθείᾱͅ , ΠρομήθειοςPrometheanfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμηθεία — προμηθείᾱ , προμήθεια foresight fem nom/voc/acc dual προμηθείᾱ , προμήθειος Promethean fem nom/voc/acc dual προμηθείᾱ , προμήθειος Promethean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθείᾳ — προμηθείᾱͅ , προμήθεια foresight fem dat sg (attic doric aeolic) προμηθείᾱͅ , προμήθειος Promethean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προμηθεία — Προμηθείᾱ , Προμήθειος Promethean fem nom/voc/acc dual Προμηθείᾱ , Προμήθειος Promethean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προμήθεια — Promethean neut nom/voc/acc pl Προμήθειος Promethean neut nom/voc/acc pl Προμήθειος Promethean neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμήθεια — foresight fem nom/voc sg προμήθειος Promethean neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμήθεια — Γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν του Προμηθέα. Ήταν πανάρχαιη ετήσια γιορτή στη διάρκεια της οποίας γινόταν και λαμπαδηφορία. Κατά τον Παυσανία, η λαμπαδηφορία είχε αφετηρία τον βωμό του Προμηθέα στην Ακαδημεία και τέρμα της την Ακρόπολη. * * … Dictionary of Greek
προμήθεια — η 1. η πράξη του προμηθεύω ή προμηθεύομαι, ο εφοδιασμός: Κάναμε τις προμήθειες για το ταξίδι. 2. αμοιβή μεσίτη ή παραγγελιοδόχου, μεσιτεία: Πήρε μεγάλη προμήθεια από τον πωλητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προμηθείας — προμηθείᾱς , προμήθεια foresight fem acc pl προμηθείᾱς , προμήθεια foresight fem gen sg (attic doric aeolic) προμηθείᾱς , προμήθειος Promethean fem acc pl προμηθείᾱς , προμήθειος Promethean fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθείαι — προμηθείᾱͅ , προμήθεια foresight fem dat sg (attic doric aeolic) προμηθείᾱͅ , προμήθειος Promethean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προμηθείας — Προμηθείᾱς , Προμήθειος Promethean fem acc pl Προμηθείᾱς , Προμήθειος Promethean fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)